- στασίμου
- στάσιμοςcheckingmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοιλιά — Όρος που αναφέρεται σε κάποιες ανατομικές δομές. Κατ’ αρχήν σημαίνει την περιοχή του ανθρώπινου σώματος που βρίσκεται στη βάση του κορμού, η οποία παρεμβάλλεται μεταξύ θώρακα και λεκάνης. Αποτελείται από μυϊκά και οστέινα τοιχώματα που καθορίζουν … Dictionary of Greek
κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… … Dictionary of Greek
μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… … Dictionary of Greek
στασιμότητα — Όρος που χαρακτηρίζει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται μια εθνική οικονομία όταν εξαντλείται η τάση για αύξηση της παραγωγής. Η κατάσταση αυτή προκαλείται από το γεγονός ότι συχνά η διαδικασία της συσσώρευσης ιδιωτικού κεφαλαίου δε βρίσκει… … Dictionary of Greek
Είρας, δήμος — Νέος δήμος (997 κάτ.) του νομού Μεσσηνίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αγίου Σώστου, Αμπελιώνας, Κακαλετρίου, Νέδας, Πέτρας, Σκληρού, Στασίμου και Συρρίζου, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του… … Dictionary of Greek